Δισεκατοµµύρια άλλοι µικροργανισµοί συµβιώνουν καθηµερινά µε τον άνθρωπο, επιπλέον των ανθρώπινων κυττάρων. Περίπου 91% των κυττάρων στο σώµα µας είναι µη ανθρώπινα, με αναλογία 10:1.
Οι μικροβιακές κοινότητες που αποικούν σε περιοχές του ανθρώπινου εντέρου επηρεάζουν πολλές πτυχές της υγείας του ανθρώπου, την έμφυτη ανοσία, την όρεξη και τον ενεργειακό μεταβολισμό.
Το μικροβίωμα του εντέρου αναφέρεται στον πληθυσμό μικροοργανισμών (βακτήρια, ιοί και μύκητες) που κατοικούν στην γαστρεντερική οδό με σκοπό να διατηρούν την ακεραιότητα του εντερικού βλεννογόνου και τον έλεγχο του πολλαπλασιασμού των παθογόνων βακτηρίων. Οι μικροοργανισμοί αυτοί συνεισφέρουν επίσης σε ενέργεια και σε θρεπτικά συστατικά στον ξενιστή μέσω της ζύμωσης μη αφομοιώσιμων διαιτητικών συστατικών στο παχύ έντερο, διατηρώντας και το ανοσοποιητικό σύστημα σε ισορροπία.
Η σύσταση του εντερικού μικροβιώματος εξαρτάται από παράγοντες όπως:
- Μέθοδος γέννησης (φυσιολογική γέννα/καισαρική)
- Θηλασμός (έναντι υποκατάστατα µητρικού γάλακτος)
- Διατροφή
- Ηλικία
- Περιβάλλον
- Αντιβιοτικά φάρμακα
- Γονίδια
και αποτελεί ένα δυναµικό οικοσύστηµα που µεταβάλλεται συνεχώς!
Συγκεκριμένα, η διατροφή έχει μεγάλη επίδραση (κατά 57% συγκριτικά με το μόλις 12% που επιδρούν οι γενετικοί παράγοντες) στη σύνθεση του μικροβιώματος του εντέρου.
Ο ρόλος του εντερικού μικροβιώματος στη φυσιολογία του ξενιστή (ανθρώπου) είναι η εκτέλεση σημαντικών διεργασιών που ο οργανισμός του ανθρώπου δεν τις έχει εξελίξει αυτόνομα. Ενισχύει τον ανοσοβιολογικό μηχανισμό, ενώ διατηρεί την ομοιόσταση του ανοσοβιολογικού συστήματος αποκλείοντας παθογόνους παράγοντες. Τα βακτήρια επηρεάζουν επίσης την ενεργειακή οµοιόσταση καθώς και την εναπόθεση λίπους και διαχείρηση της γλυκόζης.
Οι μεταβολικές δράσεις της εντερικής μικροχλωρίδας είναι:
- η σύνθεση βιταµινών (βιοτίνη, βιταµίνη Β12, φυλλικό οξύ, θειαµίνη, βιταµίνη Κ)
- ο μεταβολισµός και επαναρρόφηση χοληστερόλης και χολικών οξέων
- η προµήθεια αµινοξέων
Η μεταβολή της σύνθεσης του μικροβιώματος του εντέρου ονομάζεται δυσβίωση. Οι αρνητικές συνέπειες από τη δυσβίωση του εντέρου μπορεί να περιλαμβάνουν την δράση ως πηγές φλεγμονής και μόλυνσης, συμμετοχή σε γαστρεντερικές νόσους και πιθανή συμβολή στον σακχαρώδη διαβήτη και την παχυσαρκία.
Τα φάρμακα, τα συστατικά τροφίμων, τα αντιβιοτικά και τα παρασιτοκτόνα μπορούν να έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στην εντερική μικροχλωρίδα. Έχει γίνει σαφές ότι η διατροφή μπορεί να επηρεάσει σημαντικά τη σύνθεση της μικροβιακής κοινότητας τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα.
Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο οι ερευνητές σε πρόσφατες έρευνες, εξετάζουν ποιες διατροφικές συνήθειες μπορούν να επηρεάσουν τη σύνθεση του μικροβιώματος του εντέρου, οδηγώντας σε δυσβίωση και ίσως σε ανάπτυξη φλεγμονώδη νόσων του εντέρου, αλλά και ποιες διατροφικές συνήθειες ενισχύουν την ισορροπία στο εντερικό μικροβίωμα και κατ’ επέκταση την υγεία του ατόμου.
Μια δίαιτα με υψηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά ή υδατάνθρακες, χαμηλή σε φρούτα και λαχανικά έχει φανεί ότι αυξάνει τον κίνδυνο για μεταβολικές διαταραχές και φλεγμονή. Μελέτες έχουν δείξει ότι η κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων λίπους και ζάχαρης (παχυσαρκογόνες δίαιτες) οδηγεί μακροπρόθεσμα σε ένα βαθμό δυσβίωσης του εντέρου και σε μια αλλαγή της μικροβιοτικής σύνθεσης. Η υπερβολική κατανάλωση υδατανθράκων (ζάχαρης) μπορεί να συμβάλει στην υπερανάπτυξη των βακτηρίων του λεπτού εντέρου (όχι ευεργετικών). Μείωση των ευεργετικών βακτηριδίων μπορεί επίσης να εμφανιστεί σε καταστάσεις με χαμηλά επίπεδα σιδήρου ή με χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες διατροφή (πρωτεϊνικές διατροφές).
Αντίθετα, η Μεσογειακή διατροφή και οι χορτοφαγικές δίαιτες που περιλαμβάνουν άφθονα φρούτα, λαχανικά, ελαιόλαδο και λιπαρά ψάρια εκτός από την αντιφλεγμονώδη δράση που προσφέρουν, μπορούν να αποτρέπουν την εντερική δυσβίωση και την επακόλουθη φλεγμονή των εντέρων.
Η βελτίωση της εντερικής μικροχλωρίδας με μια διατροφή πλούσια σε φυτικές ίνες, μπορεί να έχει πολλά οφέλη στην ανθρώπινη υγεία και θα μπορούσε ενδεχομένως να περιορίσει την παχυσαρκία.
- Η κατανάλωση αρκετών φυτικών ινών μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην υγεία του εντέρου. Οι φυτικές ίνες αντιστέκονται στην πέψη στο λεπτό έντερο και στη συνέχεια κατευθύνονται προς το παχύ έντερο όπου πραγματοποιούνται ζυμώσεις, δημιουργώντας λιπαρά οξέα βραχείας αλυσίδας (SCFA), μια σημαντική πηγή καυσίμου για το σώμα.
- Τα λιπαρά οξέα βραχείας αλυσίδας (SCFA) έχουν αντιφλεγµονώδη δράση, ρυθμίζουν τη λιπογένεση, ρυθμίζουν τις ορμόνες της όρεξης και βελτιστοποιούν την απορρόφηση θρεπτικών συστατικών.
- Οι φυτικές ίνες προσθέτουν επίσης όγκο και βελτιώνουν την κινητικότητα του εντέρου, μειώνοντας την έκθεση σε δυνητικά βλαβερές ενώσεις και τοξίνες.
- Η διάσπαση των ινών ρυθμίζει την ισορροπία του pH του εντέρου, προωθώντας το βέλτιστο περιβάλλον για τα ευεργετικά βακτήρια.
Χορήγηση προβιοτικών και πρεβιοτικών συμπληρωμάτων διατροφής δίνει ένα επιπλέον όφελος στη αύξηση ορισµένων ειδών και γενών βακτηρίων που είναι ευεργετικά (Bifidobacterium, Lactobacillus).
Πηγές:
- Tomasello, G., Mazzola, M., Leone, A., Sinagra, E., Zummo, G., Farina, F., … & Bou Assi, T. (2016). Nutrition, oxidative stress and intestinal dysbiosis: Influence of diet on gut microbiota in inflammatory bowel diseases. Biomed Pap Med Fac Univ Palacky Olomouc Czech Repub, 160(4), 461-6.
- Singh, R. K., Chang, H. W., Yan, D., Lee, K. M., Ucmak, D., Wong, K., … & Bhutani, T. (2017). Influence of diet on the gut microbiome and implications for human health. Journal of translational medicine, 15(1), 73.
- Salgaço, M. K., Oliveira, L. G. S., Costa, G. N., Bianchi, F., & Sivieri, K. (2019). Relationship between gut microbiota, probiotics, and type 2 diabetes mellitus. Applied microbiology and biotechnology, 1-10.
Αφήστε ένα σχόλιο