Η φρουκτόζη προσφέρει την πιο «γλυκιά» γεύση από όλους τους φυσικούς υδατάνθρακες και η κατανάλωσή της έχει αυξηθεί δραματικά τα τελευταία 40 χρόνια. Η αύξηση της προστιθέμενης ζάχαρης κυρίως στα ζαχαρούχα ποτά, είναι ένα από τα κύρια συστατικά που οδήγησε στην αλλαγή των διατροφικών συνηθειών.

Η αλλαγή στα διατροφικά πρότυπα σε συνδυασμό με την καθιστική ζωή έχουν οδηγήσει στην αύξηση της παχυσαρκίας, του μεταβολικού συνδρόμου, της λιπώδη διήθησης του ήπατος και του διαβήτη τύπου 2. Το μεταβολικό σύνδρομο είναι ένα άθροισμα παραγόντων κινδύνου που περιλαμβάνει τουλάχιστον 3 από τους 5 παράγοντες: υπέρταση, διαταραγμένη ανοχή στη γλυκόζη, κεντρική παχυσαρκία, υπερτριγλυκεριδαιμία ή χαμηλά επίπεδα υψηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνης «καλής» χοληστερόλης (HDL), με τον επιπολασμό του μεταβολικού συνδρόμου να παρουσιάζει σημαντική αύξηση τις τελευταίες δύο δεκαετίες.

Σήμερα, η φρουκτόζη χρησιμοποιείται ευρέως στα αναψυκτικά, στους χυμούς και στα προϊόντα φούρνου, όπου όλα αυτά αποτελούν ένα μεγάλο μέρος της σύγχρονης διατροφής, ιδίως σε παιδιά, εφήβους και νεαρούς ενήλικες. Η φρουκτόζη απορροφάται στο λεπτό έντερο και μεταβολίζεται στο ήπαρ όπου διεγείρει την φρουκτόλυση, γλυκόλυση, λιπογένεση και παραγωγή γλυκόζης.

Τα πιο κοινά γλυκαντικά αποτελούν η σακχαρόζη (που περιέχει 50% γλυκόζη και 50% φρουκτόζη) και το σιρόπι καλαμποκιού υψηλής περιεκτικότητας σε φρουκτόζη (που περιέχει μέχρι 55% φρουκτόζη). Η κατανάλωση ζαχαρούχων ποτών σε μια δυτικού τύπου διατροφή, αποτελεί περίπου το 15-17% της συνολικής ημερήσιας ενεργειακής πρόσληψης, καθώς και την κύρια πηγή προστιθέμενης ζάχαρη από πηγές όπως φρουτοχυμούς, αθλητικά και ενεργειακά ποτά.

Το συνιστώμενο όριο πρόσληψης προστιθέμενης ζάχαρης είναι μόλις 5% της συνολικής ημερήσιας πρόσληψης σύμφωνα με τις οδηγίες του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας το 2018.

Η συχνή κατανάλωση φρουκτόζης και άλλων γλυκαντικών που περιέχονται στα ζαχαρούχα ποτά, έχουν συσχετισθεί με την ινσουλινοαντίσταση, τη συσσώρευση ενδοηπατικού λίπους και την υπερτριγλυκεριδαιμία. Σε βάθος χρόνου, αυτό μπορεί να συμβάλει στην ανάπτυξη διαβήτη τύπου 2 και καρδιαγγειακών παθήσεων, υπερτριγλυκεριδαιμία και με μη αλκοολική λιπώδη διήθηση του ήπατος.

Επομένως, η υπερβολική κατανάλωση ζάχαρης αποτελεί ένα σημαντικό πρόβλημα της δημόσιας υγείας, ιδιαίτερα σε παιδιά και ηλικιωμένους πληθυσμούς σε παγκόσμιο επίπεδο.

Φρουκτόζη και καρδιαγγειακός κίνδυνος

Η φρουκτόζη είναι ένα λιπογόνο σάκχαρο καθώς αυξάνει την ηπατική de novo λιπογένεση στο ήπαρ μέσω διαφόρων οδών μεταβολισμού με αποτέλεσμα έναν φαύλο κύκλο που επιδεινώνει την ηπατική λιπογένεση. Η αυξημένη de novo ηπατική λιπογένεση ευνοεί την υπερβολική συσσώρευση λίπους στο ήπαρ, που αποτελεί κινητήρια δύναμη για αυξημένη έκκριση λιποπρωτεϊνών πολύ χαμηλής πυκνότητας (VLDL), που οδηγούν σε ένα αθηρογόνο λιπιδαιμικό προφίλ και σε άλλες μεταβολικές διαταραχές που σχετίζονται με τον καρδιαγγειακό κίνδυνο.

Οι λιποπρωτεΐνες VLDL περιλαμβάνουν τα λιπαρά που μεταφέρονται στο αίμα από τις τροφές που καταναλώνουμε σε συνδυασμό με την περίσσεια θερμίδων που μετατρέπονται σε τριγλυκερίδια. Οι λιποπρωτεΐνες VLDL συνδέονται με τη συσσώρευση πλάκας στις αρτηρίες και αυξάνουν τον κίνδυνο στεφανιαίας νόσου, εμφράγματος και εγκεφαλικού.

Η συσχέτιση των επιπέδων λιπιδίων στο αίμα και η κατανάλωση προστιθέμενων σακχάρων μελετήθηκε στην Εθνική μελέτη Έρευνας Υγείας και Διατροφής (NHANES) με πληθυσμό 6113 άτομα. Σε αυτή την αμερικανική μελέτη τα άτομα με υψηλή πρόσληψη φρουκτόζης παρουσίασαν διαταραγμένα επίπεδα λιπιδίων, δηλαδή σημαντικά χαμηλότερη HDL χοληστερόλη, υψηλές τιμές τριγλυκεριδίων και υψηλή αναλογία τριγλυκεριδίων σε σχέση με τις λιποπρωτεΐνες υψηλής πυκνότητας (HDL), ενώ οι γυναίκες είχαν υψηλότερα επίπεδα λιποπρωτεΐνης χαμηλής πυκνότητας (LDL ) της «κακής» χοληστερόλης. Παρομοίως, στη μελέτη Framingham, άτομα με καθημερινή κατανάλωση αναψυκτικών είχαν υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης αυξημένων τριγλυκεριδίων και χαμηλής HDL χοληστερόλης από τα άτομα που δεν κατανάλωναν αναψυκτικά.

Λιπώδη διήθηση του ήπατος

Καθώς η φρουκτόζη αναγνωρίζεται ως λιπογόνο σάκχαρο, η συμβολή της στην παθογένεση της της μη αλκοολικής λιπώδης διήθησης του ήπατος αποτέλεσε το επίκεντρο της έρευνας για περισσότερο από μια δεκαετία. Τα ερευνητικά στοιχεία έχουν δείξει ισχυρή σχέση μεταξύ της κατανάλωσης φρουκτόζης και της της λιπώδης διήθησης του ήπατος, εντούτοις, δεν είναι ακόμη σαφές εάν η συσχέτιση προκαλείται από την ίδια την κατανάλωση φρουκτόζης ή από την αυξημένη πρόσληψη ενέργειας.

Παραγωγή ουρικού οξέος

Ο ρόλος της φρουκτόζης ως πιθανής πηγής ουρικού οξέος αναγνωρίστηκε πριν από δεκαετίες, ενώ η ταχεία φωσφορυλίωση της φρουκτόζης σε φωσφορική φρουκτόζη αυξάνει όχι μόνο τη λιπογένεση αλλά καταστρέφει και τα αποθέματα ΑΤΡ που οδηγούν στην αποικοδόμηση του ΑΜΡ, με αποτέλεσμα την αύξηση της παραγωγής ουρικού οξέος μέσω της οδού πουρίνης. Η φρουκτόζη φαίνεται να είναι ο μόνος υδατάνθρακας που μπορεί να οδηγήσει στην παραγωγή ουρικού οξέος.

Η υπερβολική πρόσληψη φρουκτόζης και ζαχαρούχων ποτών έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των συγκεντρώσεων ουρικού οξέος στο πλάσμα, όπως φάνηκε σε πολυάριθμες μελέτες, όπου έδειξαν την ισχυρή συσχέτιση μεταξύ της κατανάλωσης ζαχαρούχων ποτών και της υπερουχαιμίας.

Γλυκαιμικός έλεγχος

Η υψηλή πρόσληψη φρουκτόζης όχι μόνο δεν βελτιώνει το γλυκαιμικό έλεγχο, αλλά μακροπρόθεσμα μπορεί να προκαλέσει και αντίσταση στην ινσουλίνη.

Μέσω της λιπογένεσης η φρουκτόζη οδηγεί σε ινσουλινοαντίσταση, καθώς η φρουκτόζη δεν απαιτεί ινσουλίνη για το μεταβολισμό της. Η φρουκτόζη επίσης προάγει την ηπατική λιπογένεση και τη συσσώρευση λιπιδίων.

Τα πρόσθετα σάκχαρα αποτελούν μια απειλή για την καρδιομεταβολική υγεία, με ολοένα μεγαλύτερη αύξηση της συχνότητας εμφάνισης μεταβολικού συνδρόμου και λιπώδης διήθησης του ήπατος. Τα δεδομένα σύμφωνα με αυτή την ανασκόπηση δείχνουν ότι η υπερβολική πρόσληψη φρουκτόζης αποτελεί κεντρική συνιστώσα ενός ανθυγιεινού τρόπου ζωής και έχει επιζήμιες επιπτώσεις σε πολλούς καρδιαγγειακούς παράγοντες κινδύνου, με ισχυρή συσχέτιση μεταξύ της κατανάλωσης φρουκτόζης και του κινδύνου ανάπτυξης Μεταβολικού Συνδρόμου.

Πηγές:

Taskinen, M.R., Packard, C.J. and Borén, J., 2019. Dietary Fructose and the Metabolic Syndrome. Nutrients, 11(9), p.1987.